- φωτοδερματίτιδα
- η, Ν1. ιατρ. κάθε δερματοπάθεια, κατά κανόνα φλεγμονώδης, που προκαλείται ή επιδεινώνεται από την επίδραση τού φωτός2. (κτην.) βλάβη τού δέρματος που έχει τη μορφή εκζέματος και εντοπίζεται στις περιοχές, όπου το δέρμα τού ζώου στερείται χρωστικής και τριχών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photodermatitis].
Dictionary of Greek. 2013.